- λύνω
- και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ)1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῡ», ΚΔγ. «λῡσαι δὲ οἱ ζωστῆρα παναίολον», Ομ. Ιλ.)2. (για έμψυχα) απαλλάσσω από δεσμούς, ελευθερώνω, ξεζεύω, απολύω (α. «έλυσε τον σκύλο» β. «Τρῶες... ἔλυσαν ὑφ' ἅρμασιν ὠκέας ἵππους», Ομ. Ιλ.γ. «λῡσαι τε φίλην τά τ' ἄποινα δέχεσθαι», Ομ. Ιλ.)3. αποσυνθέτω κάποιο πράγμα και τό χωρίζω στα μέρη που τό αποτελούν, διαλύω (α. «έλυσα τη μηχανή» β. «ἐκέλευσε τοὺς Ἴωνας τὴν σχεδίην λύσαντας ἕπεσθαι», Ηρόδ.)4. (για συγκροτημένη συνάθροιση ανθρώπων) ορίζω τη λήξη μιας συγκέντρωσης, θέτω τέρμα σε κάτι (α. «ο πρόεδρος έλυσε τη συνεδρίαση» β. «λύσαν δ' άγορήν», Ομ. Ιλ.)5. καθιστώ κάτι χαλαρό και άτονο, εξασθενώ, παραλύω (α. «λύθηκαν τα γόνατά μου από τον φόβο» β. «λύεται δέ μοι μέλη», Ευρ.γ. «οἳ δή μοι καμάτῳ... γούνατ' ἔλυσαν», Ομ. Οδ.)6. δίνω λύση, θέτω τέρμα σε κάτι, σταματώ, περατώνω (α. «τη διαφορά μας θα τή λύσουν τα δικαστήρια» β. «οι υπάλληλοι έλυσαν την απεργία τους» γ. «έλυσε τη σιωπή του» δ. «ύπνος... λύων μελεδήματα θυμού», Ομ. Ιλ.)7. βρίσκω το ζητούμενο σε κάποιο πρόβλημα, λύνω πρόβλημα, αίνιγμα κ.λπ., εξηγώ (α. «έλυσα την απορία σου» β. «λύω ὄνειρον», Ευστ.)8. καταργώ, καταλύω, ακυρώνω ηθικό δεσμό ή νομική υποχρέωση (α. «λύω τη συμμαχία» β. «λύω τον γάμο» γ. «λύω τον όρκο» δ. «λύσαντες τὰς τριακοντούτεις σπονδάς», Θουκ.)9. απαλλάσσω, λυτρώνω κάποιον από κακή επίδραση ή κίνδυνο ή φοβερή δυσχέρεια («λύνω τα μάγια»)10. φρ. «λύνεται η γλώσσα μου» ή «λύω (τὴν) γλῶσσαν» ή «λύω στόμα» — αρχίζω να μιλώ, σταματώ τη σιωπή μουνεοελλ.φρ. α) «λύθηκα στα γέλια» — γέλασα μέχρι λιποθυμίαςβ) «τού έλυσε τον αφαλό στο ξύλο» — τόν έδειρε ανηλεώςγ) «λύνω τη ζώνη μου για καβγά» ή «λύνω το ζωνάρι μου για καβγά» — είμαι έτοιμος να καβγαδίσω ανά πάσα στιγμήδ) «λύνω και δένω» — είμαι πανίσχυροςμσν.1. σπάζω2. αντικρούω3. (για πλοίο) αποπλέω4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (λε)λυμένος, -η, -ονα) μαλακωμένος, τρυφερόςβ) απομακρυσμένοςγ) πληγιασμένος, κατασπαραγμένος5. φρ. α) «λύω την κοιλίαν» — προκαλώ αφόδευσηβ) «λύω και δένω» — αποφασίζω, ενεργώ κατά βούλησηγ) «λύω σωφροσύνην» — παύω πια να φέρομαι με φρόνησημσν.-αρχ.1. τήκω, λειώνω2. παθ. λύομαιυφίσταμαι αποσύνθεση, λειώνω, σαπίζωαρχ.1. παραχωρώ αξίωμα ή αρχή («[θρόνον] λῡσον ἄμμιν», Πίνδ.)2. κατευνάζω, καταπαύω3. ανασκευάζω κάποιο λογικό επιχείρημα4. εκθέτω αναλυτικά την υπόθεση, την πλοκή ενός έργου, κυρίως τραγωδίας5. (σχετικά με χρησμό, θεία εντολή κ.λπ.) εκπληρώνω, εκτελώ («ὅπως τὰ τοῡ θεοῡ μαντεῑ, ἄριστα λύσομεν», Σοφ.)6. (σχετικά με μισθούς, τέλη κ.λπ.) καταβάλλω για εξόφληση, εξοφλώ, πληρώνω («μισθὸν οὐδέτερος λύσει τοῑς Ἕλλησι», Ξεν.)7. προσφέρω εξιλέωση για κάποιο αμάρτημά μου, επανορθώνω κάποιο κακό («λῡσαι τὰς πρότερον ἁμαρτίας», Αριστοφ.)8. παρέχω εξιλέωση, συγχώρηση σε άλλον, εξιλεώνω, συγχωρώ («καὶ ὅ ἐὰν λύῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τῷ οὐρανῷ», ΚΔ)9. φρ. α) «λύω ζώνην παρθενίην» ή «λύω παρθένεια κορεύματα»(για άνδρα) i) συνουσιάζομαι με παρθένα, διακορεύωii) συνευρίσκομαι με τη σύζυγο άλλουβ) «λύομαι ζώνην» ή «λύομαι χαλινὸν παρθενίας» ή «λύομαι ἅγνευμα» ή «λύομαι κεστὸν ἱμάντα»(για γυναίκα) συνευρίσκομαι με άνδραγ) «λύω ζώνην» ή «λύομαι ζώνην» — γεννώ, τίκτωδ) «λύω ἀσκόν» — ανοίγω το στόμιο τού ασκούε) «λύομαι τεύχεα» — αφαιρώ τα όπλα φονευθέντος, για να τά πάρω για τον εαυτό μουστ) «λύω βλεφάρων ἕδραν» — ξυπνώ, ανοίγω τα μάτια μουζ) «λύω ὀφρύν» — χαλαρώνω τα φρύδιαη) «λύω τὰ βλέφαρα» — χαλαρώνω τα μάτια για να κοιμηθώθ) «γούνατα λύω» — φονεύωι) «λύω βίον» ή «λύω τὸ τέλος βίου» — πεθαίνωια) «λύω νόσον» — θεραπεύωιβ) «πάντα λέλυται» — όλοι οι συνεκτικοί δεσμοί έχουν εκλείψει, δηλ. όλα είναι ανακατωμέναιγ) «λύω τέλη» ή, απλώς, «λύω» — λυσιτελώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Η πιο αρχαϊκή μορφή τού τ. λύω είναι ο αθέματος αόριστος λύμην, λύτο βάσει τού οποίου σχηματίστηκε ο ενεστ. λύω και όλη η συζυγία του. Το -υ- τού τ. στον ενεστ. είναι βραχύ, ενώ στον μέλλοντα και αόριστο μακρό. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *leu- «αποχωρίζω, ξελύνω» και συνδέεται με λατ. luō «εξοφλώ, εξαγνίζω» και solvō «διαλύω, ξελύνω» (< *seluō. To μακρό -ῆ- τού τ. solūtus «λυτός» απαντά στο βουλῡτός [βλ. βοῦς] και στο αρχ. ινδ. lūna- «τμητός»). Επίσης το αρχ. ινδ. ρ. lu-na-ti, luno-ti, «τέμνω, χωρίζω» είναι πιθ. συγγενές, αν και αρκετά απομακρυσμένο και ως προς τη μορφή και ως προς τη σημασία. Το νεοελλ. λύνω έχει σχηματιστεί από τον αόριστο ἔλυσα κατά το σχήμα: ἁμάρτησα - ἁμαρτάνω, ἔφθισα - φθίνω. Το ρ. λύω εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή λῦσι-*.ΠΑΡ. λυτός, λύτυς, λύτρο, λύσηαρχ.λύη, λυτήραρχ.-μσν.λύμα (II)νεοελλ.λύσιμο.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) Βλ. λυσι-. (Β' συνθετικό) αναλύω, αποδιαλύω, απολύω, διαλύω, εκλύω, επιλύω, καταλύω, παραλύωαρχ.ανταναλύω, απεκλύω, διεκλύω, εναπολύω, ενδιαλύω, εξαναλύω, επαναλύω, επαπολύω, επιδιαλύω, επικαταλύω, κατεκλύω, παρεκλύω, περιλύω, προαπολύω, προδιαλύω, προσκλύω, προεπιλύω, προκαταλύω, προλύω, προσαναλύω, προσαπολύω, προσδιαλύω, προσεκλύω, προσκαταλύω, προϋπεκλύω, συγκαταλύω, συμπεριλύω, συναναλύω, συναπολύω, συνδιαλύω, συνεκλύω, υπαναλύω, υπεκλύω, υπολύωνεοελλ.εξαπολύω, ηλεκτρολύω, ξαναλύνω, ξεδιαλύνω, ψυχαναλύω].
Dictionary of Greek. 2013.